- αυτοματιστής
- ο1) воен, автоматчик; 2) филос, механист,, последователь механицизма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοματιστής — αὐτοματιστής, ο (Μ) [αυτοματίζω] όποιος πιστεύει ότι τα πάντα γίνονται αυτόματα, στην τύχη … Dictionary of Greek